- συλλο(γ)ικά
- τα ум, разум, рассудок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συλλογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολλά πρόσωπα ή πράγματα, ομαδικός (α. «συλλογική προσπάθεια» β. «συλλογικό διάβημα») 2. αυτός που είναι σχετικός με ομάδα, με σύλλογο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συλλο(γ)ικά ο νους, το λογικό, το… … Dictionary of Greek